Βασικές δεξιότητες για καλή συμβουλευτική σχέση

Υπάρχουν ορισμένες συμπεριφορές ή δεξιότητες που βοηθού στη δημιουργία μιας θετικής συμβουλευτικής σχέσης. Οι βασικότερες από αυτές είναι:

1.   Δεξιότητες προσεκτικής παρακολούθησης

Είναι οι αρμόζουσες πολιτισμικά λεκτικές και μη – λεκτικές συμπεριφορές του συμβούλου προς τον συμβουλευόμενου ότι είναι μαζί του και τον παρακολουθεί προσωπικά. Οι δεξιότητες αυτές ενθάρρυναν τον συμβουλευόμενο να μιλήσει.

Οι δεξιότητες προσεκτικής παρακολούθησης κατά την Μαλικιώση – Λοίζου (1999) αποτελούνται από τις εξής διαστάσεις:

Α) Οπτική επαφή: Έχει βρεθεί ότι είναι η πιο σημαντική διάσταση της προσεκτικής παρακολούθησης. Όταν κάποιος μας μιλάει και κοιτάζουμε αλλού, δίνουμε την εντύπωση ότι δεν ενδιαφερόμαστε γι’ αυτά που λέει. Πρέπει να κοιτάμε το συμβουλευόμενο στα μάτια.

Β) Σωματική γλώσσα: Αν το 85% περίπου της ανθρώπινης επικοινωνίας γίνεται σε μη λεκτικό επίπεδο, όπως υποστηρίζεται, τότε βλέπουμε πόσο μεγάλη σημασία έχει η σωματική γλώσσα στην οικοδόμηση μιας συμβουλευτικής σχέσης. Η στάση του σώματος του συμβούλου, οι κινήσεις, οι χειρονομίες του, η απόσταση που κρατά από τον συμβουλευόμενο, είναι ενδείξεις προσεκτικής παρακολούθησης. Στις κοινωνίες του δυτικού πολιτισμού, η προτιμότερη στάση είναι μια ελαφριά κλίση του σώματος προς τα εμπρός σε μια άνετη και ήρεμη στάση. Όσον αφορά τη φυσική απόσταση μεταξύ συμβούλου και συμβουλευόμενου, αυτή αντανακλά πολιτιστικές προκαταλήψεις και οπωσδήποτε επηρεάζει τον τρόπο που γίνεται αποδεκτή η λεκτική επικοινωνία.

Γ) Εκφράσεις προσώπου: Οι εκφράσεις του προσώπου και οι νύξεις του κεφαλιού παίζουν σημαντικό ρόλο στην επικοινωνία μεταξύ δύο ανθρώπων. Ο σύμβουλος εκφράζει με το πρόσωπο του φιλικότητα και ενδιαφέρον, χαμογελώντας ελαφρά. Όσο προχωρεί η συμβουλευτική διαδικασία, το πρόσωπό του πρέπει να εκφράζει το συναίσθημα που θα αντιστοιχεί σε όσα λέγονται και βιώνονται στη συμβουλευτική σχέση.

Οι τρεις αυτές διαστάσεις της συμβουλευτικής παρακολούθησης, όσον αφορά τις δεξιότητες της μη – λεκτικής συμπεριφοράς, αποτελούν ισχυρή δύναμη στην όλη συμβουλευτική διαδικασία και ενισχύει τη συμπεριφορά του συμβουλευόμενου.

Δ) Φωνητικό ύφος: Το πώς μιλάμε πολλές φορές δείχνει αδιαφορία ή ενδιαφέρον όπως αλλαγές στο ρυθμό ομιλίας, στην ένταση και στον τόνο. Δισταγμοί και κομπιάσματα συμβαίνουν συχνά σε σημεία έντασης.

Ε) Λεκτική ακολουθία: Παραμένουμε στο θέμα, δεν πηδάμε σ’ άλλο θέμα και δεν διακόπτουμε το συνομιλητή μας. Η δεξιότητα αυτή δίνει στο γονιό να καταλάβει ότι τον παρακολουθούμε προσεκτικά και του δίνουμε χρόνο να εμβαθύνει περισσότερο στο θέμα που τον απασχολεί.

Οι δεξιότητες προσεκτικής παρακολούθησης, μη – λεκτικές και λεκτικές δημιουργούν μια θετική συμβουλευτική σχέση. Η οπτική επαφή, η στάση του σώματος με ελαφριά κλίση προς τα μπρος, η φιλική έκφραση του προσώπου, οι νύξεις του κεφαλιού, το κατάλληλο φωνητικό ύφος και η λεκτική ακολουθία σ’ αυτά που λέει ο συμβουλευόμενος βοηθούν στην προώθηση μιας εποικοδομητικής συμβουλευτικής σχέσης και διαδικασίας.

2.   Η χρήση των ερωτήσεων

Ο τρόπος με τον οποίο γίνονται οι ερωτήσεις καθώς και η συχνότητα των ερωτήσεων επηρεάζουν πολύ τη συμβουλευτική σχέση και διαδικασία. Οι πολλές ερωτήσεις δίνουν την εντύπωση της ανάκρισης και φανερώνουν ότι ο σύμβουλος δεν είναι σίγουρος για τις ικανότητές του.

Επίσης υπάρχουν ερωτήσεις που άλλες χαρακτηρίζονται καλές και άλλες κακές για την πορεία της συμβουλευτικής. Οι ανοιχτές ερωτήσεις θεωρούνται καλές γιατί βοηθούν τον συμβουλευόμενο να εμβαθύνει τη σκέψη του και να αποκτήσει ενόραση, ενώ οι κλειστές ερωτήσεις απαντιούνται με σύντομα ΝΑΙ ή ΟΧΙ

Α) Ανοικτές ερωτήσεις: Οι ανοικτές ερωτήσεις αρχίζουν με τις λέξεις "τι, πόσο, πως γιατί, θα μπορούσατε" (τι νομίζετε…., γιατί πιστεύετε…, πως αισθανθήκατε…) και αφήνουν τον άλλον να εκφράσει τα συναισθήματά του, να ερευνήσει πιο πολύ τον εαυτό του και του δίνει χρόνο να μιλήσει πιο πολύ για το θέμα που τον απασχολεί. (Iveyetall, 1992).

Β) Οι κλειστές ερωτήσεις αρχίζουν με τις λέξεις "θέλεις να…., νομίζεις να…, είναι…, είσαι…"

Μεγάλο ρόλο για να πάρουμε απάντηση από ανοικτή ή κλειστή ερώτηση έχει ο τρόπος που ρωτάμε, ο τόνος της φωνής, η στάση του σώματος, η έκφραση του προσώπου, γενικά το ειλικρινές ενδιαφέρον που θα δείξουμε σαν σύμβουλοι προς τον συμβουλευόμενο. Σημασία έχει να νιώσει ο συμβουλευόμενος άνεση για να εκφραστεί καλύτερα γι’ αυτό η ταξινόμηση των ερωτήσεων σε ανοικτές και κλειστές δεν μας βοηθούν τόσο αν δεν υπάρξουν και άλλα στοιχεία που να αποδεικνύουν το αληθινό ενδιαφέρον μας.

3.   Αντανακλαστικές δεξιότητες

Ο σύμβουλος χρησιμοποιεί αυτές τις δεξιότητες για να αντικατοπτρίσει, να αποδώσει πίσω στον συμβουλευόμενο το συναίσθημα ή το περιεχόμενο αυτών που ανέφερε. Ανάλογα με το τι επιθυμούμε να ενισχύσουμε χρησιμοποιούμε την αντανάκλαση του συναισθήματος ή του περιεχομένου. Στην αντανάκλαση περιεχομένου ο σύμβουλος επιλέγει σημαντικά σημεία και πληροφορίες που έδωσε ο συμβουλευόμενος και τα αντανακλά σ’ αυτόν σε κατάλληλη στιγμή. Στην αντανάκλαση του συναισθήματος ο σύμβουλος επιλέγει προσεκτικά και αντανακλά τα συναισθηματικά στοιχεία που ενυπάρχουν στις εκφράσεις του συμβουλευόμενου (Μαλικιώση – Λοίζου, 2001).

4.   Δεξιότητες – Διευκρινήσεις

Με αυτές τις δεξιότητες ο σύμβουλος διευκρινίζει αυτά που λέει ο συμβουλευόμενος. Περιλαμβάνουν την ενθάρρυνση, την παράφραση και την περίληψη. Όλα αυτά δείχνουν στον άλλον (συμβουλευόμενο) ότι τον έχουμε καταλάβει καλά (ο σύμβουλος) ώστε να αισθάνεται ότι έχει ακουστεί με προσοχή.

Α) Ενθαρρύνσεις: Είναι λεκτικοί και μη – λεκτικοί τρόποι για να παρακινήσουμε κάποιον να συνεχίσει να μιλά.

Οι μη – λεκτικοί τρόποι είναι οι κλίσεις του κεφαλιού, χειρονομίες που δηλώνουν ενθάρρυνση, κλίση του σώματος προς τα μπρος, σιωπή.

Η σιωπή έχει μεγάλη αξία αν χρησιμοποιηθεί σωστά γιατί δίνει χρόνο στον άλλον αν θα απαντήσει, αν θα συνεχίσει ή όχι, του δίνει χρόνο για ενδοσκόπηση και το περιθώριο να ηρεμήσει για λίγο ( Brammer& Shostrom, 1982)

Οι λεκτικές ενθαρρύνσεις περιλαμβάνουν σύντομες εκφράσεις και φράσεις όπως: χμμμ…. ,Α.χα…, Έτσι;…, Λοιπόν…, Α!… και επανάληψη λέξεων κλειδιά που είχε αναφέρει πιο πριν ο συμβουλευόμενος.

Β) Παραφράσεις: Συντομεύουν και διευκρινίζουν αυτά που έχουν ειπωθεί. Γίνεται ανατροφοδότηση των ουσιαστικότερων σημείων της συζήτησης με τη χρήση λέξεων – κλειδιών του συμβουλευόμενου και ορισμένων εκφράσεων του συμβούλου.

Γ) Περιλήψεις: Είναι πιο εκτενέστερες από τις παραφράσεις και καλύπτουν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και περισσότερη πληροφόρηση. Χρησιμοποιούνται στην αρχή ή στο τέλος μιας συμβουλευτικής σχέσης σαν συνδετικός κρίκος των όσων αναφέρθηκαν προηγουμένως ή όσων θα ειπωθούν παρακάτω.

Όλες οι παραπάνω δεξιότητες, της προσεκτικής παρακολούθησης, της χρήσης ερωτήσεων, οι αντανακλαστικές και οι δεξιότητες διευκρίνησης θεωρούνται βασικές για την οικοδόμηση μιας θετικής συμβουλευτικής σχέσης.

 

logo2
logo